νικήσαντα

νικήσαντα
νῑκήσαντα , νικάω
conquer
aor part act neut nom/voc/acc pl (attic ionic)
νῑκήσαντα , νικάω
conquer
aor part act masc acc sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταινιώνω — ταινιῶ, όω, ΝΑ [ταινία] 1. περιβάλλω με ταινίες 2. στολίζω με ταινία αρχ. 1. μέσ. ταινιοῡμαι, όομαι φορώ ταινία γύρω από το κεφάλι μου 2. παθ. στεφανώνομαι («τῆς σῆς ἑορτῆς ἀξίως παίσαντα καὶ σκώψαντα νικήσαντα ταινιοῡσθαι», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”